Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 άρχισε να αναπτύσσεται ένας έντονος προβληματισμός σχετικά με την επικινδυνότητα του αμαλγάματος και συγκεκριμένα του περιεχόμενου υδραργύρου.
Ο υδράργυρος θεωρείται ως το πιο τοξικό μη ραδιενεργό στοιχείο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο υδράργυρος είναι ένα επικίνδυνο στοιχείο για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων όταν η έκθεση σ’ αυτόν υπερβαίνει την επιτρεπόμενη ημερήσια ποσότητα που έχει καθοριστεί στα 20-40 μg (μικρογραμμάρια).
Μέχρι σήμερα η όποια προσπάθεια σύνδεσης των χαμηλών ποσοστών υδραργύρου, που ανιχνεύονται στα σωματικά υγρά και τους ιστούς, με διάφορες εκφυλιστικές καταστάσεις, κυρίως του κεντρικού νευρικού συστήματος (νόσος Alzheimer, νόσος του Parkinson, σκλήρυνση κατά πλάκας) είναι αστήρικτη και κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί, ενώ δεν έχει υπάρξει καμία τεκμηριωμένη άποψη για την επιβλαβή δράση του υδράργυρου που περιέχεται στο αμάλγαμα.
Ο υδράργυρος που περιέχεται στο οδοντιατρικό αμάλγαμα δεν μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση και σε παρουσία εμφράξεων αμαλγάματος το ποσό του υδραργύρου που μπορεί να απελευθερωθεί στο στόμα κατά τη μάσηση είναι εξαιρετικά μικρό και ουσιαστικά ακίνδυνο. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο υδράργυρος μπορεί να εντοπιστεί στον αέρα, στις τροφές και στο νερό. Το ποσό του υδραργύρου στο οποίο εκτιθέμεθα από αυτές τις πηγές είναι μεγαλύτερο από ότι αν έχουμε εμφράξεις αμαλγάματος στο στόμα μας.
Επίσης, αν και δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι η τοποθέτηση ή η αφαίρεση των εμφράξεων από αμάλγαμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι επιβλαβής, συστήνεται να αποφεύγεται, όπου είναι δυνατόν, η τοποθέτηση ή η αφαίρεση των εμφράξεων από αμάλγαμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Ερωτήματα εγείρονται όμως και σχετικά με την τοξικότητα των σύνθετων ρητινών και τους πιθανούς κινδύνους που ενέχει η χρήση τους ως εμφρακτικά υλικά.
Η ελαφρά οιστρογονομιμιτικη και τοξική δράση παραγόντων, όπως η διφαινολη Α, η οποία αποτελεί προϊόν απελευθέρωσης της ρητίνης μετά από ατελή πολυμερισμό της, διέγειρε προβληματισμούς στην επιστημονική κοινότητα.
Εντούτοις, παρατηρείται ότι η διφαινολη καθώς και άλλα συστατικά της ρητίνης, θα πρέπει να απαντηθούν σε εξαιρετικά υψηλότερες συγκεντρώσεις προκειμένου να επιδράσουν στο αναπαραγωγικό και σε άλλα συστήματα του οργανισμού.
Δεδομένου, όμως, ότι η ασφάλεια των ασθενών και ιδιαίτερα των παιδιών θα πρέπει να είναι η πρώτη μας προτεραιότητα θα πρέπει να διεξαχθεί περαιτέρω ερεύνα σχετικά με το εν λόγω θέμα.